Βάιος Τσαπρούνης
Έξι παρά τέταρτο και τα φώτα του αυτοκινήτου μου, μαρτυρούν ότι πλησιάζω την Λανετλί Ντονούς, όπως την αποκαλούσαν οι ντόπιοι. Η Λανετλί Ντονούς (καταραμένη στροφή) είναι μια δεξιά ανηφορική καρμανιόλα, με κλίση τουλάχιστον 30 μοιρών, του Σεϊτάν Γιόλ (Διαβολόδρομος) που σε βγάζει στον αυχένα του Μποϊνούζ Νταγ (Κερατοβούνι). Από τα ονόματα και μόνο του δρόμου, της στροφής και του βουνού καταλαβαίνεις ότι έχεις αφήσει πίσω σου το Σεϊτάν Ορμάν (Διαβολόδασος) και βρίσκεσαι στο Σεγίτ Τεπέ (Μαρτυρικός Τόπος). Όλα αυτά τα ονόματα καμία σημασία δεν θα είχαν και προφανώς δεν θα μάθαινα ποτέ, αν δεν με στιγμάτιζαν τα γεγονότα.
Οι δουλειές μου, μ' έφεραν ένα πρωινό του Ιούλη στα χωράφια του Αργανιού, όπου συναντήθηκα με τον Κωστή, έναν αγρότη του κάμπου που τύχαινε να κυνηγά παθιασμένα τους λαγούς. Τότε, ήταν η χρονιά που αγόρασα το καινούργιο μου τζιπ και όποτε συναντούσα κυνηγό του ζητούσα πληροφορίες για περδικότοπους, μιας και τώρα γινόντουσαν περισσότερο προσβάσιμοι. Ο Κωστής μου σύστησε να κυνηγήσω στο Μποϊνούζ Νταγ, αφού σήκωνε κάμποσες πέρδικες πάνω στο κυνήγι του λαγού. Μου 'δειχνε τις κορυφές του, 1960 μέτρα ψηλότερα από εμάς και μου εξηγούσε πως θα ανέβω. "Τυχερός είσαι που έχεις τέτοιο τζιπάκι. Τον Σεϊτάν Γιόλ θα τον ανέβεις σαν να 'σουν αέρας. Να προσέχεις όμως την Λανετλί Ντονούς το χειμώνα, γιατί δεν αστειεύεται. Είναι βορινή και δεν την πιάνει ο ήλιος. Ο πάγος που πιάνει τέλη Νοέμβρη λιώνει τον Μάη..." Από όλα αυτά που μου είπε, το μόνο που κράτησα ήταν ότι το βουνό κρατά πέρδικες και πως είμαι τυχερός που 'χω τέτοιο τζιπάκι.
Τον ίδιο κιόλας μήνα έφτιαξα κι ένα καλό σκυλόκουτο που προσάρμοσα με μαστοριά στη βάση της κοτσαδούρας. Ανυπομονούσα να έρθει ο χειμώνας, ν' ανέβω για πέρδικες στο Μποϊνούζ Νταγ. Ο καιρός πέρασε και ξημέρωνε η 3η Δεκεμβρίου, ημέρα Σάββατο. Ανέβαινα και τότε το δρόμο, όπως και σήμερα. Τότε είχε πάχνη κάτω και κάπως γλιστρούσε το τζιπάκι. Η μόνιμη τετρακίνησή του βοηθούσε πολύ και δεν έδινες σημασία στη γλίστρα. Αν δεν ήταν κι οι λακούβες να σου κόβουν τη φόρα, θα πήγαινες όντως αέρας, όπως είχε πει ο Κωστής. Την Λανετλί Ντοβούς, την πέρασα χωρίς καμία ιδιαίτερη δυσκολία. Το μπλοκάρισμα των διαφορικών την κατάπιαν σαν ευθεία. Δεν άργησα να φτάσω στον αυχένα και μαγεύτηκα από την ομορφιά του βουνού. Οι δυο μεγάλες και απότομες κορυφές του σαν κέρατα, δικαιολογούσαν το όνομά του, δικαιολογούσαν και την ύπαρξη των περδίκων.
Από εκείνο το κυνήγι κατάφερα να σηκώσω δύο κοπάδια και να κρατήσω μια πέρδικα στα χέρια. Η μέρα ήταν καλή, τόσο κυνηγετικά, όσο και καιρικά, αφού ο ήλιος ανέβαζε τη θερμοκρασία. Κατεβαίνοντας από το βουνό με το αυτοκίνητο, δε χόρταινα να βλέπω την πέρδικα, που πάντα ακουμπώ με σεβασμό στη θέση του συνοδηγού. Λίγο η χαρά μου, λίγο ο καλός καιρός, ξεχάστηκα πως φτάνω στη Λανετλί Ντονούς, μαζί ξέχασα και τη συμβουλή που μου 'χε δώσει ο Κωστής. Η πρωινή πάχνη που 'γινε πάγος δεν έλιωσε. Πώς να λιώσει άλλωστε, αφού ο ήλιος ποτέ δεν βλέπει το μέρος. Στην προσπάθειά μου να φρενάρω και να κόψω κάπως τη φόρα μου, οι πέτρες με πετούν μια δεξιά και μια αριστερά. Η πρόσφυση έφυγε περίπατο και ο πάγος συμμαχεί με την βαρύτητα. Το αυτοκίνητο γυρνά με το πίσω μπρός και φεύγει με φόρα στο γκρεμό! Αν κάτι εκείνη την ώρα με τρόμαξε, ήταν η ευθύνη που 'φερνα για τους σκύλους μου. Τί μου 'φταιγαν οι δύστυχοι... Σαν από θαύμα, οι πέτρες στην άκρη του γκρεμού σταμάτησαν το αυτοκίνητο στο παρά πέντε. Έντρομος κατεβαίνω να βγάλω τους σκύλους από το σκυλοκουτό τους, πράμα αδύνατο, αφού είχε ήδη βγει έξω από το επίπεδο του δρόμου. Αν άνοιγα την πόρτα θα πηδούσαν στο κενό. Έβαλα πέτρες μεγάλες στα λάστιχα και σκεφτόμουν τρόπο να μετακινήσω το αυτοκίνητο πριν το πάρει πίσω ο γκρεμός. Δύο ιμάντες και μια μεγάλη οξιά, βοήθησαν την κατάσταση. Αργότερα έμαθα ότι στην στροφή αυτή επί Τουρκοκρατίας χάθηκαν κάμποσες άμαξες και κάρα, μαζί με τ' άλογά τους.
Την επόμενη χρονιά ανέβηκα μέσα Νοεμβρίου, να προλάβω τους πάγους. Μετά από ένα πετυχημένο κυνήγι, κάθισα και πάλι μια πέρδικα στη θέση του συνοδηγού. Στην επιστροφή, μετά την Λανετλί Ντονούς -που αυτή τη φορά την πέρασα σχεδόν σταματημένος- έπεσα σ' ένα νεροφάγωμα που τράνταξε τόσο πολύ το τζιπάκι, σε σημείο να σπάσει η κοτσαδούρα και να πέσει κάτω το σκυλόκουτο, μαζί και οι σκύλοι. Ευτυχώς που δεν είχαμε τραυματισμούς! Αναγκάστηκα όμως να φορτώσω το σκυλόκουτο στον ουρανό του αυτοκινήτου και τους σκύλους στην καμπίνα.
Την τρίτη χρονιά που ανέβηκα δεν κατάφερα να χτυπήσω πέρδικα και η επιστροφή μου έγινε χωρίς προβλήματα. Τότε σκέφτηκα μήπως τα ατυχήματα μου ήταν η κατάρα της Πέρδικας. Γέλασα μέσα μου, αυτά δεν τα πιστεύω.
Φέτος ανέβηκα πολύ νωρίτερα και κατέβηκα με μια πέρδικα που την μπλόκαραν οι σκύλοι πίσω από ένα κέδρο. Την κάθισα κι αυτή στο συνοδηγό, μα τούτη τη φορά δεν πήρα τα μάτια μου από το δρόμο. Δυο ώρες έκανα να κατέβω. Περπατώντας θα 'χα φτάσει προ πολλού! Είχα ήδη αφήσει πίσω το Σεγίτ Τεπέ κι έπιανα την άσφαλτο, να βγω στην Εθνική. Επιταχύνοντας κι αφού σιγουρεύομαι ότι δεν μου 'τυχε τίποτα το δυσάρεστο στο δρόμο, γυρνώ επιτέλους τα μάτια μου στη νεκρή πέρδικα. Την κοιτώ όπως όλες με σεβασμό, αλλά τούτη τη φορά με τον αέρα του νικητή. Της μουρμουρίζω ότι όλες οι άλλες πέρδικες του Μποϊνούζ Ντάγ, με κάποιο τρόπο πήραν την εκδίκηση τους. Η ίδια δεν έκανε τίποτα που της πήρα τη ζωή. Ένα σφιχτό γελάκι σχημάτισαν τα χείλη μου, περισσότερο σα συμπόνια στο όμορφο πουλί. Παίρνοντας το βλέμμα μου από πάνω της, σηκώνω τα μάτια στο δρόμο. Το μπλόκο της τροχαίας μου ζητά να σταματήσω. Κάνω στην άκρη. Μου ζητούν τα χαρτιά μου και να τους δείξω την άδεια για τη μετακίνησή μου. Δεν αργούν να μου δώσουν πίσω ένα ροζ χαρτάκι που το μόνο που καταλαβαίνεις από τα γραφόμενα είναι το πρόστιμο των 300 ευρώ εξαιτίας άσκοπης μετακίνησης. Αφήνω το χαρτάκι στο κάθισμα του συνοδηγού, δίπλα στην πέρδικα.
"Μου την έφερες αρχόντισσα, χαλάλι σου..."